Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπολεμητήριον
προπολέμιος
προπόλεος
προπόλευμα
προπολεύω
προπολέω
προπολιόομαι
προπόλιος
πρόπολις
προπολιτεύομαι
πρόπολος
πρόπομα
προπομπεία
προπομπεύω
προπομπέω
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεία
προπορεύομαι
View word page
πρόπολος
servant
ShortDef
servant
Debugging
Headword:
πρόπολος
Headword (normalized):
πρόπολος
Headword (normalized/stripped):
προπολος
IDX:
74588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74589
Key:
Data
{'content': 'servant'}