Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προποδιστικός
προποδών
προποιέω
προπολεμέω
προπολεμητήριον
προπολέμιος
προπόλεος
προπόλευμα
προπολεύω
προπολέω
προπολιόομαι
προπόλιος
πρόπολις
προπολιτεύομαι
πρόπολος
πρόπομα
προπομπεία
προπομπεύω
προπομπέω
προπομπή
προπομπός
View word page
προπολιόομαι
grow grey before

ShortDef

grow grey before

Debugging

Headword:
προπολιόομαι
Headword (normalized):
προπολιόομαι
Headword (normalized/stripped):
προπολιοομαι
IDX:
74584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74585
Key:

Data

{'content': 'grow grey before'}