Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προποδίζω
προποδισμός
προποδιστικός
προποδών
προποιέω
προπολεμέω
προπολεμητήριον
προπολέμιος
προπόλεος
προπόλευμα
προπολεύω
προπολέω
προπολιόομαι
προπόλιος
πρόπολις
προπολιτεύομαι
πρόπολος
πρόπομα
προπομπεία
προπομπεύω
προπομπέω
View word page
προπολεύω
to minister

ShortDef

to minister

Debugging

Headword:
προπολεύω
Headword (normalized):
προπολεύω
Headword (normalized/stripped):
προπολευω
IDX:
74582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74583
Key:

Data

{'content': 'to minister'}