Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Προπόδης
προποδίζω
προποδισμός
προποδιστικός
προποδών
προποιέω
προπολεμέω
προπολεμητήριον
προπολέμιος
προπόλεος
προπόλευμα
προπολεύω
προπολέω
προπολιόομαι
προπόλιος
πρόπολις
προπολιτεύομαι
πρόπολος
πρόπομα
προπομπεία
προπομπεύω
View word page
προπόλευμα
service done

ShortDef

service done

Debugging

Headword:
προπόλευμα
Headword (normalized):
προπόλευμα
Headword (normalized/stripped):
προπολευμα
IDX:
74581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74582
Key:

Data

{'content': 'service done'}