Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπνιγεῖον
προποδέω
προποδηγέτις
προποδηγός
Προπόδης
προποδίζω
προποδισμός
προποδιστικός
προποδών
προποιέω
προπολεμέω
προπολεμητήριον
προπολέμιος
προπόλεος
προπόλευμα
προπολεύω
προπολέω
προπολιόομαι
προπόλιος
πρόπολις
προπολιτεύομαι
View word page
προπολεμέω
to make war for

ShortDef

to make war for

Debugging

Headword:
προπολεμέω
Headword (normalized):
προπολεμέω
Headword (normalized/stripped):
προπολεμεω
IDX:
74577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74578
Key:

Data

{'content': 'to make war for'}