Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπλύνω
προπνιγεῖον
προποδέω
προποδηγέτις
προποδηγός
Προπόδης
προποδίζω
προποδισμός
προποδιστικός
προποδών
προποιέω
προπολεμέω
προπολεμητήριον
προπολέμιος
προπόλεος
προπόλευμα
προπολεύω
προπολέω
προπολιόομαι
προπόλιος
πρόπολις
View word page
προποιέω
to do before
ShortDef
to do before
Debugging
Headword:
προποιέω
Headword (normalized):
προποιέω
Headword (normalized/stripped):
προποιεω
IDX:
74576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74577
Key:
Data
{'content': 'to do before'}