Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπλήσσω
πρόπλοος
πρόπλοος2
προπλύνω
προπνιγεῖον
προποδέω
προποδηγέτις
προποδηγός
Προπόδης
προποδίζω
προποδισμός
προποδιστικός
προποδών
προποιέω
προπολεμέω
προπολεμητήριον
προπολέμιος
προπόλεος
προπόλευμα
προπολεύω
προπολέω
View word page
προποδισμός
process, progression

ShortDef

process, progression

Debugging

Headword:
προποδισμός
Headword (normalized):
προποδισμός
Headword (normalized/stripped):
προποδισμος
IDX:
74573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74574
Key:

Data

{'content': 'process, progression'}