Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπλάσσω
προπλέκω
προπλέω
προπληρόω
προπλήσσω
πρόπλοος
πρόπλοος2
προπλύνω
προπνιγεῖον
προποδέω
προποδηγέτις
προποδηγός
Προπόδης
προποδίζω
προποδισμός
προποδιστικός
προποδών
προποιέω
προπολεμέω
προπολεμητήριον
προπολέμιος
View word page
προποδηγέτις
guide
ShortDef
guide
Debugging
Headword:
προποδηγέτις
Headword (normalized):
προποδηγέτις
Headword (normalized/stripped):
προποδηγετις
IDX:
74569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74570
Key:
Data
{'content': 'guide'}