Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόπλασμα
προπλάσσω
προπλέκω
προπλέω
προπληρόω
προπλήσσω
πρόπλοος
πρόπλοος2
προπλύνω
προπνιγεῖον
προποδέω
προποδηγέτις
προποδηγός
Προπόδης
προποδίζω
προποδισμός
προποδιστικός
προποδών
προποιέω
προπολεμέω
προπολεμητήριον
View word page
προποδέω
walk in front
ShortDef
walk in front
Debugging
Headword:
προποδέω
Headword (normalized):
προποδέω
Headword (normalized/stripped):
προποδεω
IDX:
74568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74569
Key:
Data
{'content': 'walk in front'}