Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπιστόομαι
προπίτνω
πρόπλασμα
προπλάσσω
προπλέκω
προπλέω
προπληρόω
προπλήσσω
πρόπλοος
πρόπλοος2
προπλύνω
προπνιγεῖον
προποδέω
προποδηγέτις
προποδηγός
Προπόδης
προποδίζω
προποδισμός
προποδιστικός
προποδών
προποιέω
View word page
προπλύνω
wash clean before
ShortDef
wash clean before
Debugging
Headword:
προπλύνω
Headword (normalized):
προπλύνω
Headword (normalized/stripped):
προπλυνω
IDX:
74566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74567
Key:
Data
{'content': 'wash clean before'}