Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπιστεύω
προπιστόομαι
προπίτνω
πρόπλασμα
προπλάσσω
προπλέκω
προπλέω
προπληρόω
προπλήσσω
πρόπλοος
πρόπλοος2
προπλύνω
προπνιγεῖον
προποδέω
προποδηγέτις
προποδηγός
Προπόδης
προποδίζω
προποδισμός
προποδιστικός
προποδών
View word page
πρόπλοος2
(n) sailing before

ShortDef

(adj) sailing before
(n) sailing before

Debugging

Headword:
πρόπλοος2
Headword (normalized):
πρόπλοος
Headword (normalized/stripped):
προπλοος2
IDX:
74565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74566
Key:

Data

{'content': '(n) sailing before'}