Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπίπτω
προπιστεύω
προπιστόομαι
προπίτνω
πρόπλασμα
προπλάσσω
προπλέκω
προπλέω
προπληρόω
προπλήσσω
πρόπλοος
πρόπλοος2
προπλύνω
προπνιγεῖον
προποδέω
προποδηγέτις
προποδηγός
Προπόδης
προποδίζω
προποδισμός
προποδιστικός
View word page
πρόπλοος
(adj) sailing before

ShortDef

(adj) sailing before
(n) sailing before

Debugging

Headword:
πρόπλοος
Headword (normalized):
πρόπλοος
Headword (normalized/stripped):
προπλοος
IDX:
74564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74565
Key:

Data

{'content': '(adj) sailing before'}