Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπιπίσκω
προπιπράσκω
προπίπτω
προπιστεύω
προπιστόομαι
προπίτνω
πρόπλασμα
προπλάσσω
προπλέκω
προπλέω
προπληρόω
προπλήσσω
πρόπλοος
πρόπλοος2
προπλύνω
προπνιγεῖον
προποδέω
προποδηγέτις
προποδηγός
Προπόδης
προποδίζω
View word page
προπληρόω
fill before
ShortDef
fill before
Debugging
Headword:
προπληρόω
Headword (normalized):
προπληρόω
Headword (normalized/stripped):
προπληροω
IDX:
74562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74563
Key:
Data
{'content': 'fill before'}