Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόπινον
προπίνω
προπιπίσκω
προπιπράσκω
προπίπτω
προπιστεύω
προπιστόομαι
προπίτνω
πρόπλασμα
προπλάσσω
προπλέκω
προπλέω
προπληρόω
προπλήσσω
πρόπλοος
πρόπλοος2
προπλύνω
προπνιγεῖον
προποδέω
προποδηγέτις
προποδηγός
View word page
προπλέκω
wind, apply

ShortDef

wind, apply

Debugging

Headword:
προπλέκω
Headword (normalized):
προπλέκω
Headword (normalized/stripped):
προπλεκω
IDX:
74560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74561
Key:

Data

{'content': 'wind, apply'}