Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπινάριος
πρόπινον
προπίνω
προπιπίσκω
προπιπράσκω
προπίπτω
προπιστεύω
προπιστόομαι
προπίτνω
πρόπλασμα
προπλάσσω
προπλέκω
προπλέω
προπληρόω
προπλήσσω
πρόπλοος
πρόπλοος2
προπλύνω
προπνιγεῖον
προποδέω
προποδηγέτις
View word page
προπλάσσω
mould

ShortDef

mould

Debugging

Headword:
προπλάσσω
Headword (normalized):
προπλάσσω
Headword (normalized/stripped):
προπλασσω
IDX:
74559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74560
Key:

Data

{'content': 'mould'}