Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπῖν
προπῖνα
προπινάριον
προπινάριος
πρόπινον
προπίνω
προπιπίσκω
προπιπράσκω
προπίπτω
προπιστεύω
προπιστόομαι
προπίτνω
πρόπλασμα
προπλάσσω
προπλέκω
προπλέω
προπληρόω
προπλήσσω
πρόπλοος
πρόπλοος2
προπλύνω
View word page
προπιστόομαι
to be made credible before
ShortDef
to be made credible before
Debugging
Headword:
προπιστόομαι
Headword (normalized):
προπιστόομαι
Headword (normalized/stripped):
προπιστοομαι
IDX:
74556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74557
Key:
Data
{'content': 'to be made credible before'}