Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπιέζω
προπιεσμός
προπῖν
προπῖνα
προπινάριον
προπινάριος
πρόπινον
προπίνω
προπιπίσκω
προπιπράσκω
προπίπτω
προπιστεύω
προπιστόομαι
προπίτνω
πρόπλασμα
προπλάσσω
προπλέκω
προπλέω
προπληρόω
προπλήσσω
πρόπλοος
View word page
προπίπτω
to fall
ShortDef
to fall
Debugging
Headword:
προπίπτω
Headword (normalized):
προπίπτω
Headword (normalized/stripped):
προπιπτω
IDX:
74554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74555
Key:
Data
{'content': 'to fall'}