Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπηλακιστικός
πρόπηξις
προπιέζω
προπιεσμός
προπῖν
προπῖνα
προπινάριον
προπινάριος
πρόπινον
προπίνω
προπιπίσκω
προπιπράσκω
προπίπτω
προπιστεύω
προπιστόομαι
προπίτνω
πρόπλασμα
προπλάσσω
προπλέκω
προπλέω
προπληρόω
View word page
προπιπίσκω
give to drink beforehand

ShortDef

give to drink beforehand

Debugging

Headword:
προπιπίσκω
Headword (normalized):
προπιπίσκω
Headword (normalized/stripped):
προπιπισκω
IDX:
74552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74553
Key:

Data

{'content': 'give to drink beforehand'}