Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπέτομαι
προπή
πρόπηγνυμι
προπηδάω
προπήδησις
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστής
προπηλακιστικός
πρόπηξις
προπιέζω
προπιεσμός
προπῖν
προπῖνα
προπινάριον
προπινάριος
πρόπινον
προπίνω
προπιπίσκω
προπιπράσκω
View word page
πρόπηξις
impact
ShortDef
impact
Debugging
Headword:
πρόπηξις
Headword (normalized):
πρόπηξις
Headword (normalized/stripped):
προπηξις
IDX:
74543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74544
Key:
Data
{'content': 'impact'}