Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπετής
προπέτομαι
προπή
πρόπηγνυμι
προπηδάω
προπήδησις
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστής
προπηλακιστικός
πρόπηξις
προπιέζω
προπιεσμός
προπῖν
προπῖνα
προπινάριον
προπινάριος
πρόπινον
προπίνω
προπιπίσκω
View word page
προπηλακιστικός
contumelious

ShortDef

contumelious

Debugging

Headword:
προπηλακιστικός
Headword (normalized):
προπηλακιστικός
Headword (normalized/stripped):
προπηλακιστικος
IDX:
74542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74543
Key:

Data

{'content': 'contumelious'}