Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπετεύομαι
προπετής
προπέτομαι
προπή
πρόπηγνυμι
προπηδάω
προπήδησις
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστής
προπηλακιστικός
πρόπηξις
προπιέζω
προπιεσμός
προπῖν
προπῖνα
προπινάριον
προπινάριος
πρόπινον
προπίνω
View word page
προπηλακιστής
abusive person

ShortDef

abusive person

Debugging

Headword:
προπηλακιστής
Headword (normalized):
προπηλακιστής
Headword (normalized/stripped):
προπηλακιστης
IDX:
74541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74542
Key:

Data

{'content': 'abusive person'}