Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπετάννυμι
προπέτασμα
προπέτεια
προπετεύομαι
προπετής
προπέτομαι
προπή
πρόπηγνυμι
προπηδάω
προπήδησις
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστής
προπηλακιστικός
πρόπηξις
προπιέζω
προπιεσμός
προπῖν
προπῖνα
προπινάριον
View word page
προπηλακίζω
to bespatter with mud

ShortDef

to bespatter with mud

Debugging

Headword:
προπηλακίζω
Headword (normalized):
προπηλακίζω
Headword (normalized/stripped):
προπηλακιζω
IDX:
74538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74539
Key:

Data

{'content': 'to bespatter with mud'}