Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπέταμαι
προπετάννυμι
προπέτασμα
προπέτεια
προπετεύομαι
προπετής
προπέτομαι
προπή
πρόπηγνυμι
προπηδάω
προπήδησις
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστής
προπηλακιστικός
πρόπηξις
προπιέζω
προπιεσμός
προπῖν
προπῖνα
View word page
προπήδησις
protrusion

ShortDef

protrusion

Debugging

Headword:
προπήδησις
Headword (normalized):
προπήδησις
Headword (normalized/stripped):
προπηδησις
IDX:
74537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74538
Key:

Data

{'content': 'protrusion'}