Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπέσσω
προπέταμαι
προπετάννυμι
προπέτασμα
προπέτεια
προπετεύομαι
προπετής
προπέτομαι
προπή
πρόπηγνυμι
προπηδάω
προπήδησις
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστής
προπηλακιστικός
πρόπηξις
προπιέζω
προπιεσμός
προπῖν
View word page
προπηδάω
to spring before

ShortDef

to spring before

Debugging

Headword:
προπηδάω
Headword (normalized):
προπηδάω
Headword (normalized/stripped):
προπηδαω
IDX:
74536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74537
Key:

Data

{'content': 'to spring before'}