Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπερυσινός
προπέσσω
προπέταμαι
προπετάννυμι
προπέτασμα
προπέτεια
προπετεύομαι
προπετής
προπέτομαι
προπή
πρόπηγνυμι
προπηδάω
προπήδησις
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστής
προπηλακιστικός
πρόπηξις
προπιέζω
προπιεσμός
View word page
πρόπηγνυμι
fix beforehand
ShortDef
fix beforehand
Debugging
Headword:
πρόπηγνυμι
Headword (normalized):
πρόπηγνυμι
Headword (normalized/stripped):
προπηγνυμι
IDX:
74535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74536
Key:
Data
{'content': 'fix beforehand'}