Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπερισπαστέον
προπερισπάω
προπεριχαράσσω
προπέρυσι
προπερυσινός
προπέσσω
προπέταμαι
προπετάννυμι
προπέτασμα
προπέτεια
προπετεύομαι
προπετής
προπέτομαι
προπή
πρόπηγνυμι
προπηδάω
προπήδησις
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστής
View word page
προπετεύομαι
to be hasty

ShortDef

to be hasty

Debugging

Headword:
προπετεύομαι
Headword (normalized):
προπετεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προπετευομαι
IDX:
74531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74532
Key:

Data

{'content': 'to be hasty'}