Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπεριλαμβάνω
προπεριξύω
προπεριπατέω
προπερισπαστέον
προπερισπάω
προπεριχαράσσω
προπέρυσι
προπερυσινός
προπέσσω
προπέταμαι
προπετάννυμι
προπέτασμα
προπέτεια
προπετεύομαι
προπετής
προπέτομαι
προπή
πρόπηγνυμι
προπηδάω
προπήδησις
προπηλακίζω
View word page
προπετάννυμι
to spread out before

ShortDef

to spread out before

Debugging

Headword:
προπετάννυμι
Headword (normalized):
προπετάννυμι
Headword (normalized/stripped):
προπεταννυμι
IDX:
74528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74529
Key:

Data

{'content': 'to spread out before'}