Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπεμπτήριος
προπεμπτικός
πρόπεμπτος
προπέμπω
προπένθερος
προπεπαίνομαι
προπεραίνω
προπεριειλέω
προπεριελίσσω
προπερικαθαίρω
προπερίκειμαι
προπερικλύζω
προπεριλαμβάνω
προπεριξύω
προπεριπατέω
προπερισπαστέον
προπερισπάω
προπεριχαράσσω
προπέρυσι
προπερυσινός
προπέσσω
View word page
προπερίκειμαι
to be previously applied

ShortDef

to be previously applied

Debugging

Headword:
προπερίκειμαι
Headword (normalized):
προπερίκειμαι
Headword (normalized/stripped):
προπερικειμαι
IDX:
74516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74517
Key:

Data

{'content': 'to be previously applied'}