Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπάτωρ
προπαύω
προπείθω
πρόπειρα
προπειράομαι
προπεμπτήριος
προπεμπτικός
πρόπεμπτος
προπέμπω
προπένθερος
προπεπαίνομαι
προπεραίνω
προπεριειλέω
προπεριελίσσω
προπερικαθαίρω
προπερίκειμαι
προπερικλύζω
προπεριλαμβάνω
προπεριξύω
προπεριπατέω
προπερισπαστέον
View word page
προπεπαίνομαι
to become concocted prematurely
ShortDef
to become concocted prematurely
Debugging
Headword:
προπεπαίνομαι
Headword (normalized):
προπεπαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
προπεπαινομαι
IDX:
74511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74512
Key:
Data
{'content': 'to become concocted prematurely'}