Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόπασμα
προπαστάς
προπάσχω
προπατέω
προπάτωρ
προπαύω
προπείθω
πρόπειρα
προπειράομαι
προπεμπτήριος
προπεμπτικός
πρόπεμπτος
προπέμπω
προπένθερος
προπεπαίνομαι
προπεραίνω
προπεριειλέω
προπεριελίσσω
προπερικαθαίρω
προπερίκειμαι
προπερικλύζω
View word page
προπεμπτικός
accompanying, escorting, used in escorting
ShortDef
accompanying, escorting, used in escorting
Debugging
Headword:
προπεμπτικός
Headword (normalized):
προπεμπτικός
Headword (normalized/stripped):
προπεμπτικος
IDX:
74507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74508
Key:
Data
{'content': 'accompanying, escorting, used in escorting'}