Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπαροξυντικός
προπαροξύνω
προπαροξυτόνησις
προπαροξύτονος
πρόπας
πρόπασμα
προπαστάς
προπάσχω
προπατέω
προπάτωρ
προπαύω
προπείθω
πρόπειρα
προπειράομαι
προπεμπτήριος
προπεμπτικός
πρόπεμπτος
προπέμπω
προπένθερος
προπεπαίνομαι
προπεραίνω
View word page
προπαύω
stop
ShortDef
stop
Debugging
Headword:
προπαύω
Headword (normalized):
προπαύω
Headword (normalized/stripped):
προπαυω
IDX:
74502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74503
Key:
Data
{'content': 'stop'}