Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπάροιθε
προπάροιθεν
προπαροξυντέον
προπαροξυντικός
προπαροξύνω
προπαροξυτόνησις
προπαροξύτονος
πρόπας
πρόπασμα
προπαστάς
προπάσχω
προπατέω
προπάτωρ
προπαύω
προπείθω
πρόπειρα
προπειράομαι
προπεμπτήριος
προπεμπτικός
πρόπεμπτος
προπέμπω
View word page
προπάσχω
to suffer first
ShortDef
to suffer first
Debugging
Headword:
προπάσχω
Headword (normalized):
προπάσχω
Headword (normalized/stripped):
προπασχω
IDX:
74499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74500
Key:
Data
{'content': 'to suffer first'}