Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπαρίστημι
προπαροιθε
προπάροιθε
προπάροιθεν
προπαροξυντέον
προπαροξυντικός
προπαροξύνω
προπαροξυτόνησις
προπαροξύτονος
πρόπας
πρόπασμα
προπαστάς
προπάσχω
προπατέω
προπάτωρ
προπαύω
προπείθω
πρόπειρα
προπειράομαι
προπεμπτήριος
προπεμπτικός
View word page
πρόπασμα
salve
ShortDef
salve
Debugging
Headword:
πρόπασμα
Headword (normalized):
πρόπασμα
Headword (normalized/stripped):
προπασμα
IDX:
74497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74498
Key:
Data
{'content': 'salve'}