Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπαρασκευή
προπαρατάσσω
προπαρατέλευτος
προπαρατήρησις
προπαρατίθημι
προπαραχωρέω
προπαρεγγυάω
προπαρέρχομαι
προπαρέχω
προπαρίστημι
προπαροιθε
προπάροιθε
προπάροιθεν
προπαροξυντέον
προπαροξυντικός
προπαροξύνω
προπαροξυτόνησις
προπαροξύτονος
πρόπας
πρόπασμα
προπαστάς
View word page
προπαροιθε
before, formerly

ShortDef

before, formerly

Debugging

Headword:
προπαροιθε
Headword (normalized):
προπαροιθε
Headword (normalized/stripped):
προπαροιθε
IDX:
74488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74489
Key:

Data

{'content': 'before, formerly'}