Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπαραιτέομαι
προπαραίτησις
προπαράκειμαι
προπαραλαμβάνω
προπαραλήγω
προπαραλύομαι
προπαραμυθέομαι
προπαρασημαίνομαι
προπαρασκευάζω
προπαρασκευαστέον
προπαρασκευαστικός
προπαρασκευή
προπαρατάσσω
προπαρατέλευτος
προπαρατήρησις
προπαρατίθημι
προπαραχωρέω
προπαρεγγυάω
προπαρέρχομαι
προπαρέχω
προπαρίστημι
View word page
προπαρασκευαστικός
preparatory

ShortDef

preparatory

Debugging

Headword:
προπαρασκευαστικός
Headword (normalized):
προπαρασκευαστικός
Headword (normalized/stripped):
προπαρασκευαστικος
IDX:
74477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74478
Key:

Data

{'content': 'preparatory'}