Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπαραγίγνομαι
προπαραδέχομαι
προπαραδίδωμι
προπαραινέω
προπαραιτέομαι
προπαραίτησις
προπαράκειμαι
προπαραλαμβάνω
προπαραλήγω
προπαραλύομαι
προπαραμυθέομαι
προπαρασημαίνομαι
προπαρασκευάζω
προπαρασκευαστέον
προπαρασκευαστικός
προπαρασκευή
προπαρατάσσω
προπαρατέλευτος
προπαρατήρησις
προπαρατίθημι
προπαραχωρέω
View word page
προπαραμυθέομαι
set forth, expound beforehand

ShortDef

set forth, expound beforehand

Debugging

Headword:
προπαραμυθέομαι
Headword (normalized):
προπαραμυθέομαι
Headword (normalized/stripped):
προπαραμυθεομαι
IDX:
74473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74474
Key:

Data

{'content': 'set forth, expound beforehand'}