Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόπαρ
προπαραβάλλω
προπαραγγέλλω
προπαραγίγνομαι
προπαραδέχομαι
προπαραδίδωμι
προπαραινέω
προπαραιτέομαι
προπαραίτησις
προπαράκειμαι
προπαραλαμβάνω
προπαραλήγω
προπαραλύομαι
προπαραμυθέομαι
προπαρασημαίνομαι
προπαρασκευάζω
προπαρασκευαστέον
προπαρασκευαστικός
προπαρασκευή
προπαρατάσσω
προπαρατέλευτος
View word page
προπαραλαμβάνω
receive from ... before, anticipate, assume before
ShortDef
receive from ... before, anticipate, assume before
Debugging
Headword:
προπαραλαμβάνω
Headword (normalized):
προπαραλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
προπαραλαμβανω
IDX:
74470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74471
Key:
Data
{'content': 'receive from ... before, anticipate, assume before'}