Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπαλής
προπαππικός
πρόπαππος
πρόπαρ
προπαραβάλλω
προπαραγγέλλω
προπαραγίγνομαι
προπαραδέχομαι
προπαραδίδωμι
προπαραινέω
προπαραιτέομαι
προπαραίτησις
προπαράκειμαι
προπαραλαμβάνω
προπαραλήγω
προπαραλύομαι
προπαραμυθέομαι
προπαρασημαίνομαι
προπαρασκευάζω
προπαρασκευαστέον
προπαρασκευαστικός
View word page
προπαραιτέομαι
deprecate in advance

ShortDef

deprecate in advance

Debugging

Headword:
προπαραιτέομαι
Headword (normalized):
προπαραιτέομαι
Headword (normalized/stripped):
προπαραιτεομαι
IDX:
74467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74468
Key:

Data

{'content': 'deprecate in advance'}