Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόπαλαι
προπάλαιος
προπαλαιόω
προπάλεια
προπαλής
προπαππικός
πρόπαππος
πρόπαρ
προπαραβάλλω
προπαραγγέλλω
προπαραγίγνομαι
προπαραδέχομαι
προπαραδίδωμι
προπαραινέω
προπαραιτέομαι
προπαραίτησις
προπαράκειμαι
προπαραλαμβάνω
προπαραλήγω
προπαραλύομαι
προπαραμυθέομαι
View word page
προπαραγίγνομαι
to be present before

ShortDef

to be present before

Debugging

Headword:
προπαραγίγνομαι
Headword (normalized):
προπαραγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
προπαραγιγνομαι
IDX:
74463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74464
Key:

Data

{'content': 'to be present before'}