Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπαιδοποιέω
προπαίζω
πρόπαις
πρόπαλαι
προπάλαιος
προπαλαιόω
προπάλεια
προπαλής
προπαππικός
πρόπαππος
πρόπαρ
προπαραβάλλω
προπαραγγέλλω
προπαραγίγνομαι
προπαραδέχομαι
προπαραδίδωμι
προπαραινέω
προπαραιτέομαι
προπαραίτησις
προπαράκειμαι
προπαραλαμβάνω
View word page
πρόπαρ
before, in front of
ShortDef
before, in front of
Debugging
Headword:
πρόπαρ
Headword (normalized):
πρόπαρ
Headword (normalized/stripped):
προπαρ
IDX:
74460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74461
Key:
Data
{'content': 'before, in front of'}