Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπάθεια
προπάθημα
προπαθής
προπαιδεία
προπαιδεύω
προπαιδοποιέω
προπαίζω
πρόπαις
πρόπαλαι
προπάλαιος
προπαλαιόω
προπάλεια
προπαλής
προπαππικός
πρόπαππος
πρόπαρ
προπαραβάλλω
προπαραγγέλλω
προπαραγίγνομαι
προπαραδέχομαι
προπαραδίδωμι
View word page
προπαλαιόω
keep till old
ShortDef
keep till old
Debugging
Headword:
προπαλαιόω
Headword (normalized):
προπαλαιόω
Headword (normalized/stripped):
προπαλαιοω
IDX:
74455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74456
Key:
Data
{'content': 'keep till old'}