Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπαθαίνομαι
προπάθεια
προπάθημα
προπαθής
προπαιδεία
προπαιδεύω
προπαιδοποιέω
προπαίζω
πρόπαις
πρόπαλαι
προπάλαιος
προπαλαιόω
προπάλεια
προπαλής
προπαππικός
πρόπαππος
πρόπαρ
προπαραβάλλω
προπαραγγέλλω
προπαραγίγνομαι
προπαραδέχομαι
View word page
προπάλαιος
very old

ShortDef

very old

Debugging

Headword:
προπάλαιος
Headword (normalized):
προπάλαιος
Headword (normalized/stripped):
προπαλαιος
IDX:
74454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74455
Key:

Data

{'content': 'very old'}