Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπαγματεύομαι
προπαθαίνομαι
προπάθεια
προπάθημα
προπαθής
προπαιδεία
προπαιδεύω
προπαιδοποιέω
προπαίζω
πρόπαις
πρόπαλαι
προπάλαιος
προπαλαιόω
προπάλεια
προπαλής
προπαππικός
πρόπαππος
πρόπαρ
προπαραβάλλω
προπαραγγέλλω
προπαραγίγνομαι
View word page
πρόπαλαι
very long ago
ShortDef
very long ago
Debugging
Headword:
πρόπαλαι
Headword (normalized):
πρόπαλαι
Headword (normalized/stripped):
προπαλαι
IDX:
74453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74454
Key:
Data
{'content': 'very long ago'}