Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόοψις
προπαγής
προπαγματεύομαι
προπαθαίνομαι
προπάθεια
προπάθημα
προπαθής
προπαιδεία
προπαιδεύω
προπαιδοποιέω
προπαίζω
πρόπαις
πρόπαλαι
προπάλαιος
προπαλαιόω
προπάλεια
προπαλής
προπαππικός
πρόπαππος
πρόπαρ
προπαραβάλλω
View word page
προπαίζω
sport before

ShortDef

sport before

Debugging

Headword:
προπαίζω
Headword (normalized):
προπαίζω
Headword (normalized/stripped):
προπαιζω
IDX:
74451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74452
Key:

Data

{'content': 'sport before'}