Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προόψιος
πρόοψις
προπαγής
προπαγματεύομαι
προπαθαίνομαι
προπάθεια
προπάθημα
προπαθής
προπαιδεία
προπαιδεύω
προπαιδοποιέω
προπαίζω
πρόπαις
πρόπαλαι
προπάλαιος
προπαλαιόω
προπάλεια
προπαλής
προπαππικός
πρόπαππος
πρόπαρ
View word page
προπαιδοποιέω
generate before

ShortDef

generate before

Debugging

Headword:
προπαιδοποιέω
Headword (normalized):
προπαιδοποιέω
Headword (normalized/stripped):
προπαιδοποιεω
IDX:
74450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74451
Key:

Data

{'content': 'generate before'}