Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προοχή
προόψιος
πρόοψις
προπαγής
προπαγματεύομαι
προπαθαίνομαι
προπάθεια
προπάθημα
προπαθής
προπαιδεία
προπαιδεύω
προπαιδοποιέω
προπαίζω
πρόπαις
πρόπαλαι
προπάλαιος
προπαλαιόω
προπάλεια
προπαλής
προπαππικός
πρόπαππος
View word page
προπαιδεύω
to teach beforehand

ShortDef

to teach beforehand

Debugging

Headword:
προπαιδεύω
Headword (normalized):
προπαιδεύω
Headword (normalized/stripped):
προπαιδευω
IDX:
74449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74450
Key:

Data

{'content': 'to teach beforehand'}