Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεύφραντος
ἀνευφρόσυνος
ἀνεύχομαι
ἀνεφάλλομαι
ἀνέφαπτος
ἀνέφεδρος
ἀνεφέλκομαι
ἀνέφελος
ἄνεφθος
ἀνέφικτος
ἀνεφόδευτος
ἀνέφοδος
ἀνεφριτικὰ
ἀνεχέγγυος
ἀνέχω
ἀνέψανος
ἀνέψητος
ἀνεψιά
ἀνεψιαδῆ
ἀνεψιαδοῦς
ἀνεψιός
View word page
ἀνεφόδευτος
undetected, unexamined

ShortDef

undetected, unexamined

Debugging

Headword:
ἀνεφόδευτος
Headword (normalized):
ἀνεφόδευτος
Headword (normalized/stripped):
ανεφοδευτος
IDX:
7444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7445
Key:

Data

{'content': 'undetected, unexamined'}