Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προοφείλω
προοφθαλμίς
προοφθάλμως
προοχεύω
προοχή
προόψιος
πρόοψις
προπαγής
προπαγματεύομαι
προπαθαίνομαι
προπάθεια
προπάθημα
προπαθής
προπαιδεία
προπαιδεύω
προπαιδοποιέω
προπαίζω
πρόπαις
πρόπαλαι
προπάλαιος
προπαλαιόω
View word page
προπάθεια
preliminary experience, anticipation
ShortDef
preliminary experience, anticipation
Debugging
Headword:
προπάθεια
Headword (normalized):
προπάθεια
Headword (normalized/stripped):
προπαθεια
IDX:
74445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74446
Key:
Data
{'content': 'preliminary experience, anticipation'}