Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόουρον
προούσιος
προοφείλω
προοφθαλμίς
προοφθάλμως
προοχεύω
προοχή
προόψιος
πρόοψις
προπαγής
προπαγματεύομαι
προπαθαίνομαι
προπάθεια
προπάθημα
προπαθής
προπαιδεία
προπαιδεύω
προπαιδοποιέω
προπαίζω
πρόπαις
πρόπαλαι
View word page
προπαγματεύομαι
to be written

ShortDef

to be written

Debugging

Headword:
προπαγματεύομαι
Headword (normalized):
προπαγματεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προπαγματευομαι
IDX:
74443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74444
Key:

Data

{'content': 'to be written'}