Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προορχηστήρ
προουρέω
πρόουρον
προούσιος
προοφείλω
προοφθαλμίς
προοφθάλμως
προοχεύω
προοχή
προόψιος
πρόοψις
προπαγής
προπαγματεύομαι
προπαθαίνομαι
προπάθεια
προπάθημα
προπαθής
προπαιδεία
προπαιδεύω
προπαιδοποιέω
προπαίζω
View word page
πρόοψις
a foreseeing
ShortDef
a foreseeing
Debugging
Headword:
πρόοψις
Headword (normalized):
πρόοψις
Headword (normalized/stripped):
προοψις
IDX:
74441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74442
Key:
Data
{'content': 'a foreseeing'}